βάλῃ

βάλῃ
βάλλω
throw
aor subj mp 2nd sg
βάλλω
throw
aor subj act 3rd sg
βά̱λῃ , βάλλω
throw
aor subj mid 2nd sg (doric)
βά̱λῃ , βάλλω
throw
aor subj act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαλῇ — βάλλω throw fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάληι — βάλῃ , βάλλω throw aor subj mp 2nd sg βάλῃ , βάλλω throw aor subj act 3rd sg βά̱λῃ , βάλλω throw aor subj mid 2nd sg (doric) βά̱λῃ , βάλλω throw aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θωμάς — I Ένας από τους δώδεκα Απόστολους. Ονομαζόταν και Δίδυμος. Καταγόταν πιθανότατα από τη Γαλιλαία, όπως και όλοι οι μαθητές του Ιησού. Στους αποστολικούς καταλόγους των Ευαγγελίων, ο Θ. αποτελεί ζεύγος με τον Ματθαίο, ενώ στις Πράξεις των Αποστόλων …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • λίθαξ — λίθαξ, ὁ, ἡ (Α) 1. σκληρός, πετρώδης («μή πώς μ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ κῡμα», Ομ. Οδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λίθαξ ο λίθος 3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) βραχώδης γη 4. φρ. «κωφὴ λίθαξ» επιτάφιος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα αξ …   Dictionary of Greek

  • Βρυώνης, Ομέρ — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Τουρκαλβανός στρατιωτικός ηγέτης. Ονομαστός πολέμαρχος στην υπηρεσία του σουλτάνου κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, καταγόταν από τον γνωστό ελληνικό οίκο των Βρυώνηδων που εξισλαμίστηκε μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Γαζναβίδες ή Γαζυεβίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων (τέλη 10ου – τέλη 12ου αι.), που ονομάστηκαν έτσι από την πόλη Γάζνη, πρωτεύουσα του βασιλείου τους. Ιδρυτής της δυναστείας αυτής ήταν ο σουλτάνος Μαχμούτ, που διακρινόταν τόσο για την απληστία του και τη σκληρότητά του όσο… …   Dictionary of Greek

  • Ηρώνδας ή Ηρώδας — (3ος αι. π.Χ.).Μιμογράφος από την Κω. Το συγγραφικό έργο του τοποθετείται μεταξύ 275 και 245 π.Χ. Ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε το 1891 έκανε γνωστούς εννέα (οι επτά πλήρεις) σύντομους μίμους του σε ιωνική διάλεκτο (ονομάζονται και μιμίαμβοι,… …   Dictionary of Greek

  • Καισάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 369 μ.Χ.) Νεότερος αδελφός του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Αλεξάνδρεια. Προσελήφθη από τον Ιουλιανό ως αυλικός γιατρός του και διορίστηκε συγκλητικός. Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”